Απόφραξη ρινοδακρυϊκού πόρου
Η απόφραξη της ρινοδακρυϊκής οδού οφείλεται σε στένωση ή πλήρη απόφραξη του ρινοδακρυϊκού πόρου ή του ρινοδακρυϊκού σωληναρίου που αποχετεύει τα δάκρυα από το μάτι στον ρονοφάρυγγα. Η κατάσταση αυτή συνήθως εμφανίζεται τον πρώτο μήνα μετά την γέννηση.
Αίτια εμφάνισης συγγενούς απόφραξης του ρινοδακρυϊκού πόρου:
• Η συγγενής, εκ γενετής, απόφραξη του ρινοδακρυϊκού πόρου οφείλεται πιο συχνά σε μια εμμένουσα μεμβράνη στη βαλβίδα του Hasner η οποία βρίσκεται στο τελευταίο τμήμα του ρινοδακρυϊκού πόρου και φυσιολογικά ανοίγει αμέσως μετά το τοκετό.
'Aλλα αίτια εμφάνισης της απόφραξης είναι:
• Η απουσία δακρυικών σημείων,
• η στένωση των δακρυικών οδών,
• η παρεμπόδιση της εισόδου του ρινοδακρυϊκού πόρου στη μύτη από τμήμα του ρινικού οστού και η
• η φλεγμονή στο σύστημα αποχέτευσης των δακρύων από μικρόβια, δηλαδή η δακρυοπκιστίτιδα.
Συμπτώματα:
Τα συμπτώματα δεν ξεκινούν κατά ανάγκη με τη γέννηση, μπορεί να καθυστερήσουν μέχρι και την ηλικία των 12 βδομάδων. Ο λόγος είναι γιατί η παραγωγή των δακρύων τις πρώτες μέρες ζωής είναι ελαττωμένη.
• Η συνεχής και έντονη δακρύρροια είναι το πρώτο σύμπτωμα που θα παρατηρήσετε.
• Οι κολλημένες βλεφαρίδες.
• Οι έντονες πυώδεις εκκρίσεις (σημείο συνοδούς τοπικής λοίμωξης).
• Κάποιες φορές τα βλέφαρα πρήζονται και κοκκινίζουν.
Όλα αυτά τα συμπτώματα αποτελούν τη πιο συνηθισμένη εικόνα της ρινοδακρυϊκής απόφραξης.
Αντιμετώπιση:
Στη πλειοψηφία των περιπτώσεων η απόφραξη θεραπεύεται μόνη της μέσα στο πρώτο χρόνο της ζωής. Σε περιπτώσεις που η απόφραξη επιμένει συνιστάται:
• Τοπικό μασάζ στην πάσχουσα περιοχή.
• Τοπικές αντιβιοτικές σταγόνες (μόνο για λίγες ημέρες όταν υπάρχουν έντονες εκκρίσεις).
• Καθετηριασμός του ρινοδακρυϊκού πόρου.
• Καθετηριασμός ρινοδακρυϊκού πόρου και ένθεση σωληναρίων (stent) σιλικόνης.
• Σε βαριές περιπτώσεις λοίμωξης του ρινοδακρυϊκού πόρου από μικρόβια όπως στην δακρυοκιστίττιδα, συνιστάται χειρουργική επέμβαση, ασκορινοστομία.
Τοπικά αντιβιοτικά χρησιμοποιούνται μόνο όταν υπάρχουν έντονες εκκρίσεις που συνήθως δεν επιτρέπουν στο παιδί να ανοίξει το μάτι του. Τα φάρμακα δεν ανοίγουν τον ρινοδακρυϊκό πόρο αλλά καταπολεμούν τη συνυπάρχουσα λοίμωξη.
Καθετηριασμός γίνεται αν ο ρινοδακρυϊκός πόρος μείνει αποφραγμένος αφού παρέλθουν οι 12 πρώτοι μήνες της ζωής και το σύμπτωμα της έντονης δακρύρροιας επιμένει. Κατά την επέμβαση του καθετηριασμού ένας λεπτός καθετήρας (σαν λεπτό σύρμα) με λεπτές κινήσεις εισάγεται μέσω της φυσιολογικής οδού του ρινοδακρυϊκού πόρου στη μύτη. Στη συνέχεια χρησιμοποιούνται καθετήρες μεγαλύτερης διαμέτρου ώστε να διευρυνθεί ο ρινοδακρυϊκός πόρος. Κάποιες φορές απαιτείται η χρήση ενός ειδικού μικρού μπαλονιού (stent) για τη διάνοιξη στενών ρινοδακρυϊκών πόρων ή η χρήση ειδικών σωληναρίων σιλικόνης για διατήρηση της βατότητας του ρινοδακρυϊκού πόρου. Συνήθως ο καθετηριασμός γίνεται υπό ελαφρά γενική αναισθησία (μέθη).
Ασκορινοστομία είναι η ενδεδειγμένη θεραπεία για να αντιμετωπιστεί η φλεγμονή του δακρυϊκού ασκού που ονομάζεται δακρυοκυστίτιδα και να απαλλαγεί το μάτι από τα κολλώδη εκκρίματα που παράγονται λόγω της στένωσης ή της απόφραξης του ρινοδακρυϊκού πόρου. Μια νέα δίοδος δημιουργείται μεταξύ του δακρυϊκού ασκού και της μύτης που επιτρέπει στα δάκρυα να παροχετεύονται και πάλι κανονικά.
Τέλος είναι σημαντικό ο οφθαλμολογικός έλεγχος να γίνεται στις ακόλουθες ηλικίες:
• Αμέσως μετά την γέννηση (συνήθως γίνεται από τον παιδίατρο)
• Σε ηλικία 6 - 12 μηνών.
• Σε ηλικία 3 - 3½ ετών.
• Σε ηλικία 5 ετών.
• Με την έναρξη της σχολικής ηλικίας μία φορά ετησίως.
Με αυτόν τον τρόπο είναι δυνατή η έγκαιρη πρόληψη οποιασδήποτε οφθαλμολογικής πάθησης.